θαυμασμός

θαυμασμός
ο
1) удивление; восхищение, восторг;

προκαλώ θαυμασμό — вызывать восхищение, восторг;

βλέπω με θαυμασμό — смотреть с восторгом;

2) восторженность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θαυμασμός" в других словарях:

  • θαυμασμός — marvelling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασμός — και θαμασμός, ο (AM θαυμασμός, Μ και θαμαγμός) [θαυμάζω] το να θαυμάζει κάποιος κάτι ή κάποιον, βαθιά εκτίμηση, σεβασμός νεοελλ. έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα για κάτι εξαιρετικό και υπέροχο ή για κάτι παράδοξο και ανεξήγητο μσν. τρομάρα, λαχτάρα …   Dictionary of Greek

  • θαυμασμός — ο 1. έκπληξη για κάτι το εξαιρετικό, το υπέροχο: Παρατηρώ με θαυμασμό. – Καταλαμβάνομαι από θαυμασμό. 2. βαθιά εκτίμηση και σεβασμός: Εμπνέω θαυμασμό. – Εκφράζω το θαυμασμό μου προς το δάσκαλό μου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαυμασμοί — θαυμασμός marvelling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασμοῦ — θαυμασμός marvelling masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασμῶ — θαυμασμός marvelling masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασμῶν — θαυμασμός marvelling masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασμῷ — θαυμασμός marvelling masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασμόν — θαυμασμός marvelling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηρωολατρία — η 1. η λατρεία που προσφέρεται στους ήρωες, ο υπερβολικός θαυμασμός προς έναν ήρωα (ζωντανό ή νεκρό) 2. η λατρεία ή ο υπερβολικός θαυμασμός προς έναν θνητό που αγγίζει τα όρια τής λατρείας ηρώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ηρωολάτρης (και όχι από ήρως +… …   Dictionary of Greek

  • άγη — ἄγη, η (Α) [ἄγομαι] 1. με τη σημασία «θαυμασμός», «έκπληξη», μόνο στον Όμηρο, στη φρ. «ἄγη μ’ ἔχει» 2. φθόνος, ζήλεια, κακία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»